Τα τελευταία τουλάχιστον δέκα χρόνια το αμερικανικό ουίσκι περνά μια χρυσή εποχή. Τα ρεκόρ πωλήσεων έρχονται το ένα πίσω από το άλλο, εννέα συναπτά χρόνια με αυξητικές πωλήσεις. Δεκάδες νέα αποστακτήρια ξεφυτρώνουν ακόμα και από παραδοσιακές σκωτσέζικες εταιρείες όπως η William Grants (των γνωστών Glenfiddich και Balvenie) και μαζί με αυτά μία πληθώρα νέων ειδών ουίσκι από το κλασικό και γνωστό σε όλους bourbon, μέχρι βιολογικά Single Grain και καπνισμένα με ξύλο μηλιάς και κερασιάς.
Αλλά σε τι οφείλεται αυτό το θαύμα του αμερικανικού ουίσκι και μπορεί αυτό να συνεχιστεί; Οι λόγοι πολλοί και σύνθετοι, επιγραμματικά θα προσπαθήσουμε να τους αναλύσουμε σε αυτό εδώ το άρθρο. Από τη δεκαετία του 1990 είχαν αρχίσει να αλλάζουν πολλά πράγματα στην βιομηχανία ουίσκι της Αμερικής. Το πετυχημένο κίνημα των microbreweries έδωσε ώθηση και τροφή για σκέψη σε μία νέα γενιά distillers που σαν γνώμονα της είχε να δημιουργήσει ένα καινούργιο «είδος» ουίσκι που θα μπορούσε να ανταγωνιστεί σε ποιότητα και γεύση ο,τι καλύτερο είχε να προσφέρει ο υπόλοιπος κόσμος. Δίπλα σε αυτούς τους μικρούς όμως βρέθηκαν και μερικές εταιρείες γίγαντες οι οποίες έκαναν διάφορες πρωτοποριακές ενέργειες για την εποχή.
Παραμερίζοντας τον νόμο περί bourbon πολλοί αποφάσισαν να πειραματιστούν με διαφορετικές ποικιλίες δημητριακών και κυρίως με παλαίωση σε «εξωτικά» –για το bourbon– βαρέλια. Βαρέλια που προηγουμένως είχαν ωριμάσει άλλα ποτά όπως Sherry, Cognac, Rum, κρασιά κτλ. Βαρέλια από διαφορετικά είδη ξύλου όπως καστανιά και ασφένδαμος. Όλα αυτά δεν ακούγονται τόσο πρωτοποριακά για κάποιον που έχει γνώση της βιομηχανίας ουίσκι της Σκωτίας, αλλά στην Αμερική που κυριαρχούσε το bourbon και η άκρως περιοριστική του νομοθεσία ήταν ένα δεύτερο whiskey rebellion.
Αυτές οι «τεχνικές» αλλαγές έφεραν γρήγορα το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ένα ουίσκι ήπιο στην υφή, αλλά με πλούσια και έντονη γεύση που δεν θύμιζε καθόλου το ουίσκι του παρελθόντος. Το «καινούργιο» αυτό αμερικανικό ουίσκι βρήκε αμέσως ενδιαφέρον και αποδοχή, αρχικά στους επαγγελματίες του χώρου, συγγραφείς, δημοσιογράφους, bartenders και μετέπειτα φυσικά στο ευρύτερο καταναλωτικό κοινό εντός αλλά και εκτός Η.Π.Α.
Οι προαναφερθείσες αλλαγές, σε συνδυασμό με άλλα τεχνικά και οικονομικά θέματα πού δεν είναι του παρόντος άρθρου οδήγησαν την παγκόσμια κατανάλωση του αμερικανικού ουίσκι στα ύψη. Το θαύμα όμως που δημιούργησε μία γενιά πρωτοπόρων απειλείται δυστυχώς εδώ και λίγους μήνες εξαιτίας ενός εμπορικού πολέμου ανάμεσα στις Η.Π.Α. και τον υπόλοιπο κόσμο, λόγω των εμπορικών δασμών που θεσμοθέτησε ο Πρόεδρος των Η.Π.Α. Donald Trump και τον αντιποίνων που επέβαλαν οι Ε.Ε. και άλλες χώρες.
Πρώτη δημοσίευση: Beer & Bar Magazine, Τεύχος 9 (αγοράστε το τεύχος)