Η στήλη VERSUS φιλοξενεί διαξιφισμούς μεταξύ αποσταγμάτων, εκ των οποίων το ένα είναι πάντοτε το Gin. Αυτή τη φορά, σημειώνουμε τις διαφορές με το Pink Gin. Και είναι πολλές.
Αν είσαστε από τους τακτικούς αναγνώστες του Beer & Bar Magazine, ενδεχομένως να θυμόσαστε, ότι η συγκεκριμένη στήλη στοχεύει (και) στην ανάδειξη εκείνων των ιδιαιτεροτήτων, που καθιστούν το απόσταγμα αρκεύθου μοναδικό. Μια από τις ιδιαιτερότητες του Gin, είναι πως ανήκει στα ποτά που μπορούν να υπερηφανεύονται ότι προστατεύονται, επαρκώς, από τη σχετική νομοθεσία. Γεγονός που αναμφισβήτητα λειτουργεί υπέρ του καταναλωτή αλλά και του κύρους της κατηγορίας. Το νομικό πλαίσιο κατηγοριοποιεί τα Gin με βάση τον τρόπο αρωματοποίησής τους, το πώς ακριβώς χρησιμοποιείται, δηλαδή, ο άρκευθος (και τα υπόλοιπα βοτανικά) για να «μετατρέψει» ένα neutral spirit σε Gin. Την τελευταία δεκαετία, έχοντας ως δεδομένο ότι ο «βασιλιάς» της κατηγορίας είναι τα Distilled Gin (κατηγορία #1) και μέχρι κάποτε (κυρίως) οι Λονδρέζοι «λιθοβολούσαν» οποιοδήποτε brand που ξέφευγε από το αυστηρό ύφος των London Dry (κατηγορία #2), που χαρακτηρίζονται από κυρίαρχα αρώματα juniper berries, αλλά και πετυχημένες συνταγές που έχουν αντέξει στον χρόνο, το μοναδικό μας άγχος ήταν το να μην συναντάμε συχνά τα Cold Compound Gin (κατηγορία #3), τα οποία παρασκευάζονται γρήγορα, χωρίς απόσταξη, αλλά με την προσθήκη αιθέριων ελαίων ή απλώς με εκχύλιση των βοτανικών.
Ωστόσο, με τόσους πολλούς νεοφερμένους παραγωγούς να εισχωρούν σε μια ήδη κορεσμένη αγορά, είναι αναπόφευκτο ότι κάποιες μάρκες θα θέλουν να εξοικονομήσουν χρήματα θυσιάζοντας την ποιότητα. Κάτι τέτοιο είναι αναμενόμενο τη στιγμή που η βιομηχανία Gin ανθεί. Φανταστείτε πως ένα νέο Gin εμφανίζεται σχεδόν καθημερινά την τελευταία διετία. Λογικό είναι πολλά από αυτά να μην εκπροσωπούν όπως θα θέλαμε την κατηγορία, αφού το μόνο που ενδιαφέρει τους παραγωγούς τους, είναι να πάρουν κάποιο μερίδιο από «ο,τι πουλάει». Όλη αυτή η αναγέννηση του Gin, θα μπορούσε να καταστρέψει την κατηγορία, αν αλλάξουν τόσο πολύ οι ισορροπίες που, τελικά, τα περισσότερα Gin που κυκλοφούν να μην αντανακλούν το πραγματικά αυθεντικό και ποιοτικό στυλ, που κατέστησε αυτό το ποτό ανθεκτικό στο χρόνο.
Στον αντίποδα του σημερινού versus άρθρου και επιπρόσθετα στον παραπάνω προβληματισμό, είναι τα Pink Gin. Όχι όμως επειδή έχουν ομοιότητες με τα Gin, αλλά επειδή ακριβώς είναι τόσο διαφορετικά. Είναι μια κατηγορία ποτών, που ακόμα και αν έχουν ως βάση ένα (καλής ποιότητας) Gin, από την στιγμή που μετουσιώνονται σε ροζ, ελαφριά αλκοολούχα, που μυρίζουν οτιδήποτε εκτός από juniper, το μόνο που τα συνδέει με το απόσταγμα αρκεύθου είναι κάποιο ήδη γνωστό brand που αναγράφεται στην ετικέτα. Το ωραίο ροζ χρώμα και το φρουτώδες άρωμα, ενδεχομένως να είναι καλό κίνητρο προσέγγισης για τους entry level Gin καταναλωτές ή για όσους αναζητούν ελαφρύτερα και γλυκύτερα ποτά, αντί για ένα Gin & Tonic. Αλλά ταυτόχρονα όλο αυτό το νέο κύμα, είναι επικύνδυνο, καθώς μπορεί να προκαλέσει τεράστια σύγχυση, αλλά και να οδηγήσει στο να χάσουν οι παραδοσιακοί Gin lovers την εμπιστοσύνη τους. Είναι άλλο πράγμα να φτιάχνεις “Pink Drink” και να θέλεις να βγάλεις χρήματα μέσα από αυτό. Είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα να παράγεις Gin και ταυτόχρονα να πειραματίζεσαι ενσωματώνοντας στο portfolio προϊόντων σου ένα strawberry ή ένα blackberry ή rhubarb liqueur. Η αγορά έχει χώρο για ένα σωρό ποτά, αυτό ποτέ δεν ήταν κακό. Άλλωστε οι Βρετανοί εδώ και δεκάδες χρόνια παρήγαγαν τα Sloe Gin ΛΙΚΕΡ.
Όταν σέβεσαι αυτό που πίνεις, δεν σου αρέσει να αποδυναμώνεται αλκοολικά, να χάνει το χαρακτήρα του, να μυρίζει αλλιώς, να αυτοπροσδιορίζεται ως premium, να πουλιέται ακριβότερα και να γίνεται ροζ. Ας μη γελιόμαστε, κανείς δεν θα έπινε, ας πούμε, ένα ροζ κονιάκ ή ένα ροζ ουίσκι. Έτσι δεν είναι;
Πρώτη δημοσίευση στα Ελληνικά: Beer & Bar Magazine, Τεύχος 8