Υπάρχουν cocktails που γίνονται γνωστά μέσα από τηλεοπτικές σειρές ή ταινίες επειδή είναι τα αγαπημένα κάποιου ηθοποιού. Το Last Word δεν αποτελεί τέτοιο. Είναι το cocktail που δημιουργήθηκε, έλαμψε, βρέθηκε στην αφάνεια και παρόλα αυτά επανήλθε στο προσκήνιο και από στόμα σε στόμα, από ποτήρι σε ποτήρι έγινε ξανά διάσημο με πολλές παραλλαγές να το ακολουθούν. Παρακάτω η ιστορία του Last Word, του σοκαριστικά γευστικού αυτού ποτού
Δεν γνωρίζω γιατί χρειάστηκε να περάσουν τόσα χρόνια για να δοκιμάσω το “The Last Word”, κλασικό κοκτέιλ που δημιουργήθηκε πριν από την περίοδο της ποτοαπαγόρευσης (17/01/1920-05/12/1933) γνωρίζω όμως ότι όταν το δοκίμασα –με δυσκολία το βρήκα– με συνεπήρε και με προκάλεσε να αναζητήσω περισσότερα για την ιστορία και τη δημιουργία του. Η αλήθεια είναι πως πρόκειται για ένα απλό κοκτέιλ που αποτελείται από ίσα μέρη τζιν, πράσινο Chartreuse, χυμό μοσχολέμονο και λικέρ μαρασκίνο. Η ισορροπία του ξινού μοσχολέμονου σε συνδυασμό με το γλυκό λικέρ παντρεύεται τέλεια με το τζιν, τα αρωματικά και βοτανικά στοιχεία του Chartreuse καθιστώντας το ένα απολαυστικό κοκτέιλ.
Το Last Word έκανε την πρώτη του εμφάνιση περίπου το 1915 στο Detroit Athletic Club γνωστό ως DAC, το οποίο συστάθηκε το 1887 ως χώρος συγκέντρωσης ανδρών και παρακολούθησης ή συμμετοχής σε αθλητικές εκδηλώσεις κάθε είδους. Το DAC αναγεννήθηκε το 1913, από μια ομάδα αυτοκινητιστών και τότε χτίστηκε το εξαώροφο κτήριο στη Madison Avenue, όπου και όπως φημολογείται ο Frank Fogarty επινόησε για πρώτη φορά το Last Word. Αξίζει ίσως να σημειώσουμε πως ο συγκεκριμένος σύλλογος βρίσκεται σε λειτουργία μέχρι και σήμερα.
Η «τελευταία λέξη» της ιστορίας
Το κοκτέιλ μπορεί να εντοπιστεί στο βιβλίο ”Bottoms Up“ του Ted Saucier το 1951, στο οποίο γράφει: «Αυτό το κοκτέιλ εισήχθη εδώ πριν από περίπου τριάντα χρόνια από τον Frank Fogarty.» Ο Frank Fogarty ήταν γνωστός ηθοποιός, performer της εποχής στα βαριετέ (vaudeville), ένα είδος θεατρικής παράστασης με μουσική, το οποίο άνθισε σε Αμερική και Καναδά στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Frank Fogarty γεννήθηκε στην Ιρλανδία και γι’ αυτό έγινε γνωστός και ως “Dublin Minstrel”. Από το 1911 που ξεκίνησε ο Fogarty διέπρεπε στους μονολόγους, τους οποίους παρουσίαζε εκείνη την περίοδο στο DAC. Μάλιστα μια εκδοχή για το όνομα “Last Word” είναι ότι επρόκειτο για μια νύξη στον μονόλογο με τον οποίο ο Fogarty έκλεινε την παράσταση του.
Σύμφωνα με άλλη έρευνα που πραγματοποιήθηκε από τον Jim Sabatosa, συγγραφέα-bartender μερικής απασχόλησης και λάτρη των cocktails. Mε έγγραφα που βρέθηκαν στο DAC αποδεικνύεται πως το “Last Word” προσφέρονταν για τουλάχιστον έναν ολόκληρο χρόνο πριν ο Fogarty ξεκινήσει εκεί τις παραστάσεις του. Λέγεται μάλιστα πως κόστιζε 35cents και ήταν το πιο ακριβό cocktail στον κατάλογο, κάτι που πιθανώς είχε προκύψει λόγω της δημοτικότητας του.
Η επιστροφροφή του Last Word
Παρά τη φήμη που είχε κατακτήσει το Last Word, όπως συμβαίνει συχνά σε διάφορες συνταγές και όχι μόνο, πέρασε στην αφάνεια κατά τις «σκοτεινές» δεκαετίες των 70’s-80’s. To 2004 όμως είναι η χρονιά που ο Murray Stenson, διαβάζει στο “Bottoms Up” για το συγκεκριμένο cocktail και αυτή η τυχαία αφορμή είναι η αιτία που αποφασίζει να το εντάξει στο μπαρ στο οποίο εργάζεται εκείνη την περίοδο το Zig Zag Café στο Σιάτλ. Ο Murray ξεκίνησε να προσφέρει δοκιμαστικά το ποτό στους πελάτες του και η ζήτηση του “Last Word” αυξήθηκε τόσο που σύντομα το είχε μια μόνιμη θέση στον κατάλογο του. Το Μάρτιο του 2009 στους “The Seattle Times” o δημοσιογράφος Tan Vihn γράφει χαρακτηριστικά: «Το ποτό έγινε άμεσα αγαπητό στο Σιάτλ και από εκεί στο Πόρτλαντ, ενώ δεν άργησε να εμφανιστεί και στη Νέα Υόρκη μια πόλη που καθορίζει τις τάσεις. Από εκεί το Last Word άρχισε να εμφανίζεται όλο και πιο συχνά στα bars σε όλη τη χώρα, αλλά και σε ευρωπαϊκές πόλεις όπως το Λονδίνο και το Άμστερνταμ». Δεν πέρασε πολύς καιρός και το Last Word αποτελούσε μέρος της λίστας των cocktail bars σε όλη τη χώρα έχοντας κερδίσει τη φήμη του από τη μεθυστική ισορροπία γλυκών, ξινών και βοτανικών γεύσεων που εμφάνιζε.
Η Audrey Saunders από το Pengu στη Νέα Υόρκη, ένα από τα κορυφαία cocktail bars της χώρας, δήλωσε: «Το Last Word είναι ένα από τα καλύτερα ποτά που έχω. Ο Θεός να ευλογεί τον Murray», ενώ συνεχίσε «Λατρεύω τα τραγανά, πικάντικα ποτά και αυτό έχει από όλα. Είναι ένα εξαιρετικό (καθαριστικό) του ουρανίσκου. Είναι τέλεια ισορροπημένο: λίγο ξινό, λίγο γλυκό, λίγο πικάντικο».
Όπως είναι φυσικό οι πρώτες εκδοχές του cocktail δεν είχαν την ποικιλία υλικών και αποσταγμάτων που διαθέτουμε σήμερα. Δεν πρέπει φυσικά να ξεχνάμε πως ήταν και ένα cocktail που αναπτύχθηκε σε μια εποχή που όλα αυτά θεωρούνταν απαγορευμένα. Έτσι λοιπόν τα πρώτα Last Word δημιουργήθηκαν με τα αποκαλούμενα «τζιν μπανιέρας» που δεν ήταν τίποτε άλλο από αλκοόλ χαμηλής ποιότητας, το οποίο αρωματίζονταν με βότανα, μπαχαρικά και εσπεριδοειδή. Εικάζεται ότι η διαδικασία αυτή πραγματοποιούνταν στις μεταλλικές μπανιέρες της εποχής, κάτι που όμως δεν γνωρίζουμε αν αληθεύει. Ο όρος «μπανιέρα» όμως ενδέχεται να προέρχεται από το γεγονός ότι οι φιάλες που χρησιμοποιούνταν εκείνη την περίοδο ήταν πολύ ψηλά σε μήκος για να τα γεμίζουν με νερό από την μπανιέρα
Οι παραλλαγές του Last Word
Ο ιστορικός Clarke αναφέρει πως συχνά ακούς bartenders να λένε τη φράση: «Δημιουργούσα αυτό το ποτό και ήλπιζα ότι αυτό θα μπορούσε να είναι το δικό μου Last Word.»
Το Last Word είναι σχεδόν τόσο τέλειο όσο μπορεί να είναι τα κοκτέιλ. Αλλά όπως συμβαίνει με πολλές κλασικές συνταγές, οι δημιουργικοί barmen δοκίμασαν μερικές παραλλαγές. Όπως ένα τραγούδι του οποίου η φήμη χάνεται και επανέρχεται μετά από κάθε DJ ή παραγωγό που το κάνει ένα remix ή μια επανεκτέλεση, έτσι και το Last Word συνέχισε να μεγαλώνει σε ανάστημα με κάθε νέα παραλλαγή που γεννιούνταν. Κάποιες από αυτές δεν γνώρισαν ποτέ την επιτυχία του αρχικού κοκτέιλ, ενώ άλλες κατάφεραν να πλησιάσουν αρκετά τη φήμη του πρώτου.
Το Paper Plane είναι ίσως μια από τις πιο γνωστές παραλλαγές του. Μια δημιουργία του Sam Ross το 2007 στο The Violet Hour του Σικάγο. Είναι μια πιο φιλελεύθερη άποψη του πρωτότυπου κοκτέιλ με βάση το μπέρμπον, λεμόνι, Aperol και Montenegro. Διάσημη εκδοχή αποτελεί επίσης το Final Ward του Phil Ward από το διάσημο Death & Co της Νέας Υόρκης, στην οποία αντικαθιστά το τζιν με rye whisky. Φυσικά παραλλαγές υπάρχουν και με άλλα αποστάγματα όπως mezcal για μια πιο γήινη και αλμυρή εκδοχή, ενώ εκείνη με το ρούμι agricole του προσδίδει ένα φρέσκο και χορταρικό τόνο.
Πρώτη δημοσίευση: Beer & Bar Magazine, Τεύχος 18 (αγοράστε το τεύχος)