Κάθε καλοκαίρι οι άνθρωποι που ζουν στα Μαστιχοχώρια της Χίου, οι μαστιχάδες όπως λέγονται, χαράζουν με ένα σιδερένιο εργαλείο τους κορμούς και τα κλαδιά των σχίνων τους. Από τις πληγές αυτές στάζει το δάκρυ του δέντρου, η Μαστίχα. Πρόκειται για μια διαδικασία που επαναλαμβάνεται στη νότια Χίο τα τελευταία 2.500 χρόνια!
Η μαστίχα είναι η ρητίνη του σχίνου, μίας οικογένειας δέντρων μεταξύ των οποίων συναντάμε τη φιστικιά και την τριμιθιά (κοκορεβυθιά). Ρητίνες ονομάζουμε την σκληρή κρυσταλλική μορφή που παίρνουν τα δάκρυα διαφόρων φλοιών δέντρων. Οι πιο γνωστές μας ρητίνες είναι η σμύρνα και το λιβάνι που συναντάμε συμβολικά στους τρεις μάγους ως δώρο στην ανθρωπότητα δίπλα στο χρυσό, δείχνοντας μας τη μεγάλη τους αξία και σπουδαιότητα. Οι αρχαίοι λαοί γνωρίζουν καλά τις ρητίνες και τις χρησιμοποιούσαν συστηματικά στην παρασκευή μύρων και βαλσάμων, σε φάρμακα, ταριχεύσεις, απολυμάνσεις και ως θυμίαμα. Σε εμάς τους Έλληνες, εκτός από τη μαστίχα, άλλη γνωστή ρητίνη είναι το ρετσίνι των πεύκων.
Ενώ σε όλη τη Μεσόγειο συναντάμε σχίνους, μόνο στη νότια Χίο καλλιεργούνται συστηματικά και παράγουν μαστίχα. Η μοναδικότητα αυτή οφείλεται στο μικροκλίμα της περιοχής, τον ευγονισμό δηλαδή, την επιλεκτική συστηματική καλλιέργεια που οδήγησε σε ένα νέο είδος σχίνου πιο ανθεκτικού και παραγωγικού. Το εμπορικό δαιμόνιο των Χιωτών από την αρχαιότητα συνετέλεσε ώστε τελικά η μαστίχα να ταυτιστεί με το νησί. Η μαστίχα είναι πλέον ένα προϊόν με Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ) και η διαδικασία καλλιέργειάς της καθώς και το ίδιο το προϊόν αποτελεί στοιχείο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας υπό την προστασία της UNESCO.
Από τον 5ο π.Χ. αιώνα όπου έχουμε την πρώτη αναφορά της στα Ορφικά, η μαστίχα ταξίδευσε σε όλη την Μεσόγειο. Υπήρξε η πρώτη τσίχλα στην Αρχαία Ελλάδα. Πήρε μέρος σε οργιώδη φαγοπότια των Ρωμαίων, βρέθηκε σε συνταγές φαρμάκων των Αράβων και Αλεξανδρινών ιατρών, σε μοναστήρια φραγκισκανών μοναχών, δοκιμάστηκε δίπλα στο λυκίσκο, βρέθηκε σε ποτά Άγγλων ευγενών, σε θυμιατά χριστιανών και μουσουλμάνων ευσεβών, σε συνταγές Ανδαλουσιανών μαγείρων, στα χαρέμια των Οθωμανών σουλτάνων. Πήρε μέρος ως διεγερτικό αλλά και ως γλύκισμα μεταμορφωμένη σε λουκούμι, στα κουταλάκια των ελληνικών καφενείων, την ήπιαμε με παγωμένο νερό και σήμερα καταλήγει να την συναντάμε στα καλύτερα μπαρ του κόσμου.
Από τους πιο ωραίους θρύλους τις μαστίχας είναι ότι ο Χριστόφορος Κολόμβος γνωρίζοντας την αξία της, παρουσίασε μαζί με άλλα σπάνια μπαχαρικά και εξωτικά φρούτα, ένα μαστιχόδενρο ως εύρημα απ’ την Κούβα για να συνεχιστεί η χρηματοδότηση του ταξιδιού του. Ο Γενοβέζος στην καταγωγή Κολόμβος γνώριζε καλά τους σχίνους, τη διαδικασία παραγωγής μαστίχας και την εμπορική της αξία καθώς είχε επισκεφθεί τη Χίο, η οποία τότε διοικούνταν από Γενοβέζους και με αυτό του το τέχνασμα προσπάθησε να δώσει υπεραξία στο μέχρι τότε άκαρπο ταξίδι του.
Την κόρη και Αρχόντισσα της Χίου όπως ονομάζεται από τους ντόπιους η μαστίχα, την συναντάμε επίσημα στην ποτοποιία από τις αρχές του 18ου αιώνα, ενώ πριν υπάρχει πλήθος συνταγών όπου, μαστιχέλαιο αναμιγνύεται με άλλα βάλσαμα ή μπαχάρια για θεραπευτικούς αλλά και καλλωπιστικούς λόγους.
Τη μεγάλη όμως διαφορά στην ποτοποιία την κάνει η εταιρεία Skinos ανάγοντας το λικέρ μαστίχας σε ένα αναγνωρισμένο μεσογειακό συστατικό και βάζοντας τη μαστίχα στα καλύτερα bars αρχικά της Ευρώπης και μετέπειτα του κόσμου. Από το 2010 με ένα πολύ έξυπνο και επίμονο marketing αλλά και ένα εξαίρετο προϊόν, έχει ανοίξει ουσιαστικά τη διεθνή αγορά και έχει καταστήσει τη μαστίχα ένα αναγνωρίσιμο brand. Η επόμενη κίνηση έρχεται από την ποτοποιία Πλωμαρίου όπου, στην Μυτιλήνη σε ιδιόκτητο αποστακτήριο παρασκευάζεται σε χάλκινους αποστακτήρες από 100% μαστίχα Χίου, το πρώτο απόσταγμα μαστίχας, η “M DRY MASTIHA”. Ξεφεύγουμε από τα λικέρ και τα ηδύποτα και έχουμε την έναρξη της dry spirits κατηγορίας στην Ελλάδα.
Η μαστίχα ενώ στην ουσία η γεύση της είναι πικρή όπως της βανίλιας, έχει χαρακτηριστική και έντονη επίγευση, ενώ το χαρακτηριστικό γλυκό αρωματικό της μπουκέτο παίζει με τις παιδικές μας αναμνήσεις θυμίζοντας μας το αγαπημένο τσουρέκι αλλά και τα σπιτικά υποβρύχια.
Πρώτη δημοσίευση: Beer & Bar Magazine, Τεύχος 3